ἔβρισαν

ἔβρισαν
ἔβρῑσαν , βρίθω
to be heavy
aor ind act 3rd pl
βρίζω
to be sleepy
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αφασκέλωτος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν φασκέλωσαν, δεν έβρισαν ή δεν απο δοκίμασαν με φάσκελα …   Dictionary of Greek

  • χρονιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * η, Ν 1. χρονικό διάστημα ενός έτους, έτος, χρόνος 2. σχολικό έτος («έχασε τη χρονιά του» έμεινε στην ίδια τάξη) 3. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • αστόλιστος — η, ο επίρρ. α 1. αδιακόσμητος: Το σπίτι δεν έδειχνε, γιατί ήταν ακόμη αστόλιστο 2. ασυγύριστος: Δεν ήθελε να πάει στην εκκλησία αστόλιστη. 3. αυτός που δεν τον έβρισαν: Έννοια σου και δεν έμεινε κι αυτός αστόλιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουντζώνω — μούντζωσα, μουντζώθηκα, μουντζωμένος 1. κάνω προσβλητική χειρονομία με ανοιχτή παλάμη, δίνω μούντζες, φασκελώνω: Οι συγγενείς του θύματος έβρισαν και μούντζωσαν το φονιά. 2. μτφ., εγκαταλείπω κάτι με αγανάχτηση, περιφρονώ: Μούντζωσε την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”